- αμάνικος
- kolsuz (giysi)
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αμάνικος — (I) η, ο [μανίκι] (κυρίως για ρούχα) αυτός που δεν έχει μανίκια. (II) η, ο [μανίκι] αυτός (π. χ. μαχαίρι) που δεν έχει λαβή … Dictionary of Greek